- γκέισα
- Ιαπωνική λέξη που δηλώνει την επαγγελματία χορεύτρια και τραγουδίστρια. Οι γ. διαλέγονται παραδοσιακά ανάμεσα στις ωραιότερες νέες. Από ηλικία δέκα ετών φοιτούν σε ειδικά σχολεία όπου μαθαίνουν τραγούδι, απαγγελία ποιημάτων, χορό, διάφορα μουσικά όργανα, καθώς και να σερβίρουν το τσάι κατά τον πατροπαράδοτο τρόπο. Ακόμα μαθαίνουν να συζητούν για οποιοδήποτε θέμα. Όταν τελειώσουν το σχολείο, προσλαμβάνονται σε διάφορα κέντρα με σκοπό την παροχή υψηλής ποιότητας ψυχαγωγίας στους πελάτες, χορεύοντας, τραγουδώντας ή συζητώντας. Αντίθετα από τη διαδεδομένη αντίληψη, οι γ. δεν επιδίδονται στην πορνεία, αποτελούν όμως ένα από τα πιο αγαπητά θέματα της ιαπωνικής λογοτεχνίας. Τη σύγχρονη εποχή το επάγγελμα έχει εκσυγχρονιστεί και οι περισσότερες γ. είναι συνδικαλιστικά οργανωμένες.
Χαρακτηριστική ενδυμασία γκέισας.
* * *ηγιαπωνέζα χορεύτρια και τραγουδίστρια.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. geisha < (ιαπων.) geisha (κυριολ. «πρόσωπο αφιερωμένο στην τέχνη») < gei «τέχνη, δεξιοτεχνία» + sha «πρόσωπο»].
Dictionary of Greek. 2013.